ὀρφανοτρόφος

ὀρφανοτρόφος
ὀρφᾰνοτρόφ-ος (parox.), ον,
A bringing up orphans, Suid. s.v. Ἀκάκιος, Cod.Just.1.3.41.12, al.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ορφανοτρόφος — ο (ΑΜ ὀρφανοτρόφος, ον) 1. αυτός που ανατρέφει ορφανά 2. το αρσ. ως ουσ. ο ορφανοτρόφος (στο Βυζάντιο) εκκλησιαστικό αξίωμα ο κάτοχος τού οποίου αναλάμβανε τη διεύθυνση ορφανοτροφείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρφανός + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης ο Ορφανοτρόφος — (11ος αι.).Βυζαντινός αξιωματούχος. Ήταν αδελφός του αυτοκράτορα Μιχαήλ Δ’ και καταγόταν από την Παφλαγονία. Υπηρέτησε στη βυζαντινή Αυλή ως ευνοούμενος του Ρωμανού Γ’ (1028 34) και διετέλεσε διαδοχικά προιπόσιτος (αρχιευνούχος του παλατιού) και… …   Dictionary of Greek

  • ὀρφανοτρόφοις — ὀρφανότροφος bringing up orphans masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρφανοτρόφου — ὀρφανότροφος bringing up orphans masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρφανοτρόφους — ὀρφανότροφος bringing up orphans masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρφανοτρόφων — ὀρφανότροφος bringing up orphans masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρφανοτρόφῳ — ὀρφανότροφος bringing up orphans masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Jean l'Orphanotrophe — Jean l’Orphanotrophe (Ἰωάννης ὁ Ὀρφανοτρόφος) (né en Paphlagonie, mort en 1043) est un eunuque et le frère aîné de l’Empereur byzantin Michel IV le Paphlagonien. Deux de ses frères, Constantin et Georges étaient également eunuques et sa famille,… …   Wikipédia en Français

  • -τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… …   Dictionary of Greek

  • ζωτικός — I (14ος αι.). Ζωγράφος και καλλιγράφος. Το έργο του Μηνιαίο βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του πατριαρχείου της Αλεξανδρείας, κώδικας αρ. 435. II Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ζ. ο μάρτυς. Βλ. λ. Μάρτυρες δέκα εν Κρήτη. 2. Ζ. ο μάρτυς.… …   Dictionary of Greek

  • ορφανοτροφείο — Ίδρυμα που φροντίζει για την περίθαλψη και τη μόρφωση παιδιών που έχουν στερηθεί τη φροντίδα του ενός ή και των δύο γονέων τους, γιατί πέθαναν, και σε μερικές χώρες γιατί δεν είναι σε θέση να φροντίσουν για τη συντήρηση και τη μόρφωσή τους.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”